-
1 мебельный
мебельный: \мебельный магазин το επιπλοπωλείο· \мебельный ая фабрика το επιπλοποιείο* * *ме́бельный магази́н — το επιπλοπωλείο
ме́бельная фа́брика — το επιπλοποιείο
-
2 мебельный
επ.των επίπλων•мебельный магазин επιπλοπωλείο•-ая материя ύφασμα για έπιπλα.
См. также в других словарях:
επιπλοπωλείο — το κατάστημα πωλήσεως επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
επιπλοπωλείο — το κατάστημα πώλησης επίπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπλοπώλης — ο ο πωλητής επίπλων, αυτός που διατηρεί επιπλοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν) + πώλης < πωλώ] … Dictionary of Greek